- τετρωβολίζω
- Α [τετρώβολος]1. λαμβάνω ποσό τεσσάρων οβολών2. υπηρετώ ως στρατιώτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρωβολίζειν — τετρωβολίζω receive four obols pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρωβολίζων — τετρωβολίζω receive four obols pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)